Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: διαμελίζω , διάμετρος , διαμετρικώς , διαμετρικός , αναμετρώ και διαμέτρημα

διαμελί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiamɛˈlizɔ] VERB μεταβ

διαμετρικ|ός <-ή, -ό> [ðiamɛtriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. διαμετρικός (της διαμέτρου):

2. διαμετρικός (κατά τη διεύθυνση της διαμέτρου):

I . αναμετρ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [anamɛˈtrɔ] VERB μεταβ (τις συνέπειες)

II . αναμετριέμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский