Ελληνικά » Γερμανικά

περιεργά|ζομαι <-στηκα> [pɛriɛrˈɣazɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

ελί|σσομαι <-χτηκα> [ɛˈlisɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

περιποι|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [pɛripiˈumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. περιποιούμαι (άρρωστο, κήπο):

2. περιποιούμαι (πελάτη: εξυπηρετώ):

3. περιποιούμαι (πελάτη κτλ: δίχνομαι φιλοφρονητικός):

περιπλαν|ιέμαι <-ήθηκα, -ημένος> [pɛriplaˈɲɛmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. περιπλανιέμαι (γυρίζω εδώ κι εκεί):

2. περιπλανιέμαι (χάνω το δρόμο μου):

υπαινί|σσομαι <-χτηκα> [ipɛˈnisɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

περιηγ|ούμαι <-ήθηκα> [pɛriiˈɣumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

συναλλάσσομαι [sinaˈlasɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα ohne Aoriststamm

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский