Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για πεινασμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πεινασμέν|ος <-η, -ο> [pinazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πεινασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский