Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αλυσοδένω , λυσσομανάω , αλυσοδεμένος , λυσσώδης , αλυσίδα και βυσσοδομώ

αλυσοδέ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [alisɔˈðɛnɔ] VERB μεταβ

1. αλυσοδένω (αιχμάλωτο):

2. αλυσοδένω (σκύλο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский