Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φτωχός , φτώχια , φτωχαίνω , φτύμα , φτωχικό , φτώχεια και φτωχεύω

φτώχια [ˈftɔça] SUBST θηλ

φτωχ|ός <-ή [ή -ιά], -ό> [ftɔˈxɔs] ΕΠΊΘ

I . φτωχ|αίνω <-υνα> [ftɔˈçɛnɔ] VERB μεταβ (κάνω φτωχό)

II . φτωχ|αίνω <-υνα> [ftɔˈçɛnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι φτωχός)

φτύμα [ˈftima] SUBST ουδ

φτωχεύω

φτωχεύω s. πτωχεύω

Βλέπε και: πτωχεύω

πτωχεύ|ω <-σα> [ptɔˈçɛvɔ] VERB αμετάβ

φτωχικό [ftɔçiˈkɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский