στο λεξικό PONS
φω|ς <-τός> [fɔs] SUBST ουδ
1. φως ΦΥΣ (λάμπα):
- φως
- Licht ουδ
- τα φώτα πλ της δημοσιότητας
-
- υπό το φως της δημοσιότητας
-
-
- Sonnenlicht ουδ
-
- Sonnenlicht ουδ
-
- Mondschein αρσ
-
- Tageslicht ουδ
- φως κεριού
- Kerzenlicht ουδ
- φως λάμπας
- Lampenlicht ουδ
-
- Positionslicht ουδ
- τεχνητό φως
-
- υπέρυθρο φως
- Infrarotlicht ουδ
- φώτα ουδ πλ του αυτοκινήτου (μπροστινά)
-
-
- Heckleuchte θηλ
- φώτα ουδ πλ διασταύρωσης
-
- φώτα ουδ πλ προσγείωσης
-
-
- Nachtlicht ουδ
2. φως (όραση):
- φως
- Augenlicht ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.