στο λεξικό PONS
I. κό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ˈkɔvɔ] VERB μεταβ
1. κόβω (με μαχαίρι, ψαλίδι):
- κόβω
-
2. κόβω (σε μαγνητοταινία, φιλμ: βγάζω):
3. κόβω (σπάζω):
- κόβω
-
4. κόβω (διακόπτω):
6. κόβω (μισθό, επίδομα):
- κόβω
-
7. κόβω (επαφή, σχέσεις):
- κόβω
-
8. κόβω (λουλούδια):
- κόβω
-
9. κόβω (ρεύμα):
- κόβω
-
10. κόβω (δέντρο):
- κόβω
-
11. κόβω (νομίσματα):
- κόβω
-
12. κόβω (τράπουλα):
- κόβω
-
13. κόβω (συνήθεια):
II. κό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ˈkɔvɔ] VERB αμετάβ
2. κόβω (βροχή, πυρετός):
- κόβω
-
3. κόβω (γάλα):
- κόβω
-
κόβω VERB
- κόβω τιμολόγιο ΟΙΚΟΝ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.