Ελληνικά » Γερμανικά

λιτότητα [liˈtɔtita] SUBST θηλ

λιτότητα
Schlichtheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский