Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ακατάλληλος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακατάλληλ|ος <-η, -ο> [akaˈtalilɔs] ΕΠΊΘ

1. ακατάλληλος (που δεν προσφέρεται για κάτι):

ακατάλληλος για

2. ακατάλληλος (ώρα, στιγμή):

ακατάλληλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский