Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αδιόρθωτος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιόρθωτος <-η, -ο> [aðiˈɔrθɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αδιόρθωτος (άνθρωπος):

αδιόρθωτος

2. αδιόρθωτος (λάθος):

αδιόρθωτος

3. αδιόρθωτος (μηχάνημα):

αδιόρθωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский