Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εργοδότης , λογοδοτώ , εργονομία , πριμοδοτώ , τροφοδοτώ και εργοδηγός

εργοδότης (εργοδότρια) [ɛrɣɔˈðɔtis, ɛrɣɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

λογοδοτ|ώ <-είς, -ησα> [lɔɣɔðɔˈtɔ] VERB αμετάβ

εργοδηγός [ɛrɣɔðiˈɣɔs] SUBST αρσ

τροφοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [trɔfɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ

1. τροφοδοτώ (χορηγώ τροφές):

2. τροφοδοτώ (χορηγώ συστηματικά: συσκευές, έπιπλα):

3. τροφοδοτώ ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

πριμοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [primɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ ΟΙΚΟΝ

εργονομία [ɛrɣɔnɔˈmia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский