Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για θρυψαλιάζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαραβαλιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [saravaˈʎazɔ] VERB μεταβ (χαλώ)

τσουβαλιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tsuvaˈʎazɔ] VERB μεταβ

1. τσουβαλιάζω (βάζω σε τσουβάλι):

2. τσουβαλιάζω μτφ (εξαπατώ):

αγκαλιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aŋgaˈʎazɔ] VERB μεταβ

θρύψαλο [ˈθripsalɔ] SUBST ουδ

1. θρύψαλο (γενικά):

Bruchstück ουδ

κοκκαλιά|ζω <-σα, -σμένος> [kɔkaˈʎazɔ] VERB αμετάβ

ξεροσταλιά|ζω <-σα> [ksɛrɔstaˈʎazɔ] VERB αμετάβ

I . βουλιά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [vuˈʎazɔ] VERB μεταβ (βυθίζω)

II . βουλιά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [vuˈʎazɔ] VERB αμετάβ

1. βουλιάζω (βυθίζομαι):

2. βουλιάζω (καταρρέω):

μουλιά|ζω <-σα, -σμένος> [muˈʎazɔ] VERB μεταβ

ουρλιά|ζω <-ξα> [urˈʎazɔ] VERB αμετάβ

1. ουρλιάζω (από πόνο):

2. ουρλιάζω (σκύλος):

3. ουρλιάζω (λύκος, σειρήνα):

4. ουρλιάζω (άνεμος):

I . σκυλιά|ζω <-σα, -σμένος> [sciˈʎazɔ] VERB μεταβ

II . σκυλιά|ζω <-σα, -σμένος> [sciˈʎazɔ] VERB αμετάβ

μουχλιά|ζω <-σα, -σμένος> [muxˈʎazɔ] VERB αμετάβ

1. μουχλιάζω:

2. μουχλιάζω μτφ (φυτοζωώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский