Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ασυνήθιστα στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασυνήθιστ|ος <-η, -ο> [asiˈniθistɔs] ΕΠΊΘ

1. ασυνήθιστος (ασυνήθης):

2. ασυνήθιστος (εξαιρετικός):

ασυντόνιστ|ος <-η, -ο> [asinˈdɔnistɔs] ΕΠΊΘ

1. ασυντόνιστος (ενέργειες):

2. ασυντόνιστος (κεραία):

ασυνειδησία [asiniðiˈsia] SUBST θηλ

ασυναγώνιστ|ος <-η, -ο> [asinaˈɣɔnistɔs] ΕΠΊΘ

ασυνταύτιστ|ος <-η, -ο> [asinˈdaftistɔs] ΕΠΊΘ (διαφορετικός)

ασυνήθ|ης <-ης, -ες> [asiˈniθis] ΕΠΊΘ

συνηθισμέν|ος <-η, -ο> [siniθizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ασυνέχεια [asiˈnɛçia] SUBST θηλ

1. ασυνέχεια (γενικά, ανωμαλία):

ασυνέπεια [asiˈnɛpia] SUBST θηλ

ασυνταξία [asindaˈksia] SUBST θηλ (συντακτικό λάθος)

ασυνείδητο [asiˈniðitɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский