Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για κατάπληξη στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάπληξ|η <-εις> [kaˈtapliksi] SUBST θηλ

κατάπληξη
Erstaunen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский