Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ανάξιος , ανόσιος , ανιψιός , ανεψιός και ανήλιος

ανήλι|ος <-α, -ο> [aˈniliɔs] ΕΠΊΘ

ανεψιός

ανεψιός s. ανιψιός

Βλέπε και: ανιψιός

ανιψιός [anipˈsçɔs], ανεψιός [anɛpˈsçɔs], ανιψιά [anipˈsça], ανεψιά [anɛpˈsça] SUBST αρσ/θηλ

Neffe αρσ θηλ

ανιψιός [anipˈsçɔs], ανεψιός [anɛpˈsçɔs], ανιψιά [anipˈsça], ανεψιά [anɛpˈsça] SUBST αρσ/θηλ

Neffe αρσ θηλ

ανόσι|ος <-α, -ο> [aˈnɔsiɔs] ΕΠΊΘ

ανάξι|ος <-α, -ο> [aˈnaksiɔs] ΕΠΊΘ

2. ανάξιος (ανίκανος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский