Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για στραγγαλίζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στραγγαλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [straŋgaˈlizɔ] VERB μεταβ

1. στραγγαλίζω (θανατώνω):

στραγγαλίζω

2. στραγγαλίζω μτφ (την αλήθεια):

στραγγαλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский