Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: βομβαρδίζω , βρομίζω , νομίζω , κομίζω , φοβίζω , βαβίζω , βουΐζω , βομβώ και βομβίδα

βομβαρδί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vɔɱvarˈðizɔ] VERB μεταβ και μτφ

βομβίδα [vɔɱˈviða] SUBST θηλ

βομβ|ώ <-είς, -ησα> [vɔɱˈvɔ] VERB αμετάβ

1. βομβώ (έντομο):

2. βομβώ (αφτιά):

3. βομβώ (αεροπλάνο):

βουΐ|ζω <-σα [ή -ξα] > [vuˈizɔ]

1. βουΐζω (ενοχλητικά: μηχανές):

2. βουΐζω (υπόκωφα):

3. βουΐζω (μέλισσα):

4. βουΐζω (άνεμος, θάλασσα):

5. βουΐζω (αφτιά):

6. βουΐζω (πλήθος ανθρώπων):

βαβί|ζω <-σα> [vaˈvizɔ] VERB αμετάβ

φοβί|ζω <-σα, -σμένος> [fɔˈvizɔ] VERB μεταβ

κομί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kɔˈmizɔ] VERB μεταβ

νομί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [nɔˈmizɔ] VERB μεταβ

βρομί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vrɔˈmizɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский