Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για καμπουρωτός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καμπυλωτ|ός <-ή, -ό> [kambilɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

I . καμπούρ|ης <-α, -ικο> [kamˈburis] ΕΠΊΘ

II . καμπούρ|ης <-α, -ικο> [kamˈburis] SUBST αρσ/θηλ

καμπουριά|ζω <-σα, -σμένος> [kambuˈri̯azɔ] VERB αμετάβ

1. καμπουριάζω (γίνομαι καμπούρης):

2. καμπουριάζω (δεν κάθομαι καλά):

ασούρωτ|ος1 <-η, -ο> [aˈsurɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ασούρωτος (που δεν έχει σουρωθεί):

2. ασούρωτος (ύφασμα):

καμαρωτ|ός <-ή, -ό> [kamarɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. καμαρωτός (περήφανος):

2. καμαρωτός (αψιδωτός):

καμπούρα [kamˈbura] SUBST θηλ

καμποτάζ [kambɔˈtaz] SUBST ουδ αμετάβλ

καμπανιστ|ός <-ή, -ό> [kambanisˈtɔs] ΕΠΊΘ (φωνή)

ακύρωτ|ος <-η, -ο> [aˈcirɔtɔs] ΕΠΊΘ

αγεφύρωτ|ος <-η, -ο> [ajɛˈfirɔtɔs] ΕΠΊΘ

ανοχύρωτ|ος <-η, -ο> [anɔˈçirɔtɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский