Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αποφασισμένος , αποφασιστικός , νεοφασισμός , απρόσμενα και αποφασιστικότητα

αποφασιστικ|ός <-ή, -ό> [apɔfasistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. αποφασιστικός (κρίσιμος: μάχη):

νεοφασισμός [nɛɔfasizˈmɔs] SUBST αρσ

αποφασιστικότητα [apɔfasistiˈkɔtita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский