Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για μουσκεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μουσκ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [musˈcɛvɔ] VERB μεταβ

μουσκεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский