Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αντιφάσκω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντιφάσκω [andiˈfaskɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

Παραδειγματικές φράσεις με αντιφάσκω

αντιφάσκω με κάτι
φάσκω και αντιφάσκω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский