Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για υπαγορεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπαγορεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ipaɣɔˈrɛvɔ] VERB μεταβ και μτφ (υποδεικνύω)

υπαγορεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский