στο λεξικό PONS
παρέα [paˈrɛa] SUBST θηλ
1. παρέα (κύκλος συναναστροφής):
- παρέα
- Freundeskreis αρσ
3. παρέα (συντροφιά):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.