Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για συρικνωμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γινωμέν|ος <-η, -ο> [jinɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (φρούτα)

παραγινωμέν|ος <-η, -ο> [parajinɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (φρούτο)

υδρογονωμέν|ος <-η, -ο> [iðrɔɣɔnɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

συριαν|ός <-ή, -ό> [siri̯aˈnɔs] ΕΠΊΘ

απομονωμέν|ος <-η, -ο> [apɔmɔnɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (χωριό)

μεμονωμέν|ος <-η, -ο> [mɛmɔnɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. μεμονωμένος (που δεν ανήκει σε σύνολο):

2. μεμονωμένος λογ (κάπως απαρχαιωμένο) απομονωμένος:

ερωμέν|ος (-η) [ɛrɔˈmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Liebhaber(in) αρσ (θηλ)

πιωμέν|ος <-η, -ο> [pçɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ιδρωμέν|ος <-η, -ο> [iðrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ιερωμένος [iɛrɔˈmɛnɔs] SUBST αρσ

χρεωμέν|ος <-η, -ο> [xrɛɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

πωρωμέν|ος <-η, -ο> [pɔrɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский