Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: επιμονή , επίμονα , επιδοτώ , επίδομα , επιδένω , επιβολή , επινοώ , επιζών και επιπλέω

επ|ιπλέω <-έπλευσα> [ɛpiˈplɛɔ] VERB αμετάβ

1. επιπλέω (σε υγρό):

2. επιπλέω μτφ:

επιζ|ών <-όντος> [ɛpiˈzɔn] SUBST αρσ

επινο|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpinɔˈɔ] VERB μεταβ

1. επινοώ (εφευρίσκω):

2. επινοώ (πλάθω με το νου: ιστορία, μέθοδο κτλ):

sich δοτ ausdenken

επ|ιδένω <-έδεσα> [ɛpiˈðɛnɔ] VERB μεταβ (τραύμα)

επίδομα [ɛˈpiðɔma] SUBST ουδ

επιδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpiðɔˈtɔ] VERB μεταβ

1. επιδοτώ (γενικά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский