Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: νοσταλγία , νοσταλγώ και νοσταλγικός

νοσταλγ|ώ <-είς, -ησα> [nɔstalˈɣɔ] VERB μεταβ

νοσταλγία [nɔstalˈjia] SUBST θηλ

1. νοσταλγία (πόθος για κάτι το αγαπημένο):

Heimweh ουδ

2. νοσταλγία (αθυμία, μελαγχολικό συναίσθημα):

Nostalgie θηλ

νοσταλγικ|ός <-ή, -ό> [nɔstaljiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский