Ελληνικά » Γερμανικά

ποσό [pɔˈsɔ] SUBST ουδ

1. ποσό (ποσότητα):

ποσό
Menge θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский