Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για τσάκιση στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσάκισ|η <-εις> [ˈtsacisi] SUBST θηλ

1. τσάκιση (πτυχή):

τσάκιση
Falte θηλ

2. τσάκιση (από το σιδέρωμα):

τσάκιση
Bügelfalte θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский