Ελληνικά » Γερμανικά

γονέας [ɣɔˈnɛas] SUBST αρσ (πατέρας)

γονέας
Vater αρσ
γονέας (πατέρας ή μητέρα) αρσ
Elternteil αρσ τυπικ

Παραδειγματικές φράσεις με γονέας

άγαμος γονέας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский