Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για συντομεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συντομεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [sindɔˈmɛvɔ] VERB μεταβ

1. συντομεύω (σε διάρκεια):

συντομεύω

2. συντομεύω (κείμενο):

συντομεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский