Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ανεξέλεγχτος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεξέλεγκτ|ος <-η, -ο> [anɛˈksɛlɛŋktɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεξέλεγκτος (λογαριασμός):

2. ανεξέλεγκτος (αναπόδεικτος):

3. ανεξέλεγκτος (δράση, κίνηση):

4. ανεξέλεγκτος (ασύδοτος):

5. ανεξέλεγκτος (άνθρωπος):

ανεξάλειπτ|ος <-η, -ο> [anɛˈksaliptɔs] ΕΠΊΘ

ανεξερεύνητ|ος <-η, -ο> [anɛksɛˈrɛvnitɔs] ΕΠΊΘ

ανεξέλικτ|ος <-η, -ο> [anɛˈksɛliktɔs] ΕΠΊΘ

ανεξήγητ|ος <-η, -ο> [anɛˈksijitɔs] ΕΠΊΘ

ανεπίδεκτ|ος [anɛˈpiðɛktɔs], ανεπίδεχτ|ος [anɛˈpiðɛxtɔs] VERB μεταβ <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. ανεπίδεκτος (άνθρωπος: που δε δέχεται κάτι):

2. ανεπίδεκτος (με αφηρημένη σημασεία):

ανεξέταστ|ος <-η, -ο> [anɛˈksɛtastɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεξέταστος (σπουδαστής):

2. ανεξέταστος ΙΑΤΡ (ασθενής):

ανεξεταστέ|ος <-α, -ο> [anɛksɛtasˈtɛɔs] ΕΠΊΘ (μαθητής, σπουδαστής)

ανεξόφλητ|ος <-η, -ο> [anɛˈksɔflitɔs] ΕΠΊΘ (λογαριασμός, χρέη)

ανεξαίρετ|ος <-η, -ο> [anɛˈksɛrɛtɔs] ΕΠΊΘ

ανεξάντλητ|ος <-η, -ο> [anɛˈksandlitɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский