Ελληνικά » Γερμανικά

επιθυμ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpiθiˈmɔ] VERB μεταβ

1. επιθυμώ (θέλω, έχω επιθυμία):

2. επιθυμώ (λαχταρώ):

3. επιθυμώ (ποθώ ερωτικά):

επιστήμων

επιστήμων s. επιστήμονας

Βλέπε και: επιστήμονας

επιστήμονας [ɛpisˈtimɔnas] SUBST mf

επιθυμητ|ός <-ή, -ό> [ɛpiθimiˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. επιθυμητός (επισκέπτης):

2. επιθυμητός (αποτέλεσμα, συμπεριφορά):

3. επιθυμητός (γυναίκα, άντρας):

επιθεωρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpiθɛɔˈrɔ] VERB μεταβ

επίθεμα [ɛˈpiθɛma] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

επίθημα [ɛˈpiθima] SUBST ουδ ΓΛΩΣΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский