στο λεξικό PONS
I. σκεπά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [scɛˈpazɔ] VERB μεταβ
II. σκεπάζομαι VERB αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.