Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για λεπτό στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λεπτό [lɛpˈtɔ] SUBST ουδ

2. λεπτό (του ευρώ):

λεπτό
Cent αρσ
70 Cent αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский