Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για δρέπω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δρέ|πω <-ψα> [ˈðrɛpɔ] VERB μεταβ μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский