Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ξυπόλητος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξυπόλυτ|ος <-η, -ο> [ksiˈpɔlitɔs] ΕΠΊΘ

ξυπνητ|ός <-ή, -ό> [ksipniˈtɔs] ΕΠΊΘ

απούλητ|ος <-η, -ο> [aˈpulitɔs] ΕΠΊΘ

αυτόκλητ|ος <-η, -ο> [afˈtɔklitɔs] ΕΠΊΘ (μουσαφίρης)

αφίλητ|ος <-η, -ο> [aˈfilitɔs] ΕΠΊΘ

αθέλητ|ος <-η, -ο> [aˈθɛlitɔs] ΕΠΊΘ

1. αθέλητος (που δεν επιθυμείται):

2. αθέλητος (ακούσιος: κίνηση):

3. αθέλητος (όχι επίτηδες, χωρίς πρόθεση):

4. αθέλητος (ασυνείδητος):

αμίλητ|ος <-η, -ο> [aˈmilitɔs] ΕΠΊΘ

ασύλητ|ος <-η, -ο> [aˈsilitɔs] ΕΠΊΘ

ακόλλητ|ος <-η, -ο> [aˈkɔlitɔs] ΕΠΊΘ

1. ακόλλητος (όχι κολλημένος με κόλλα):

2. ακόλλητος (με καλάι):

3. ακόλλητος (με ηλεκτροκόλληση):

αξόφλητος [aˈksɔflitɔs]

αξόφλητος s. ανεξόφλητος

Βλέπε και: ανεξόφλητος

ανεξόφλητ|ος <-η, -ο> [anɛˈksɔflitɔs] ΕΠΊΘ (λογαριασμός, χρέη)

απόβλητ|ος <-η, -ο> [aˈpɔvlitɔs] ΕΠΊΘ (κοινωνικά)

σύγκλητος [ˈsiŋglitɔs] SUBST θηλ

πολυθρύλητ|ος <-η, -ο> [pɔliˈθrilitɔs] ΕΠΊΘ

1. πολυθρύλητος (περίφημος):

2. πολυθρύλητος (θρυλικός):

αδιάβλητ|ος <-η, -ο> [aðiˈavlitɔs] ΕΠΊΘ

απρόκλητ|ος <-η, -ο> [aˈprɔklitɔs] ΕΠΊΘ

ατημέλητ|ος <-η, -ο> [atiˈmɛlitɔs] ΕΠΊΘ

αντίκλητος αρσ θηλ ΝΟΜ
Zustellungsbevollmächtigte(r) αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский