Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αστείο στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστείο [asˈtiɔ] SUBST ουδ

2. αστείο (ανέκδοτο):

αστείο
Witz αρσ
πού βλέπεις το αστείο;

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский