Ελληνικά » Γερμανικά

σφυροκοπ|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [sfirɔkɔˈpɔ] VERB μεταβ

1. σφυροκοπώ (με σφυρί):

hämmern auf etw αιτ

2. σφυροκοπώ ΣΤΡΑΤ:

πλευρί|ζω <-σα, -σμένος> [plɛˈvrizɔ] VERB μεταβ (πλησιάζω)

πλευρικ|ός <-ή, -ό> [plɛvriˈkɔs] ΕΠΊΘ

I . πλευριτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [plɛvriˈtɔnɔ] VERB μεταβ

II . πλευριτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [plɛvriˈtɔnɔ] VERB αμετάβ

φτεροκοπ|ώ <-άς, -ησα> [ftɛrɔkɔˈpɔ] VERB αμετάβ

γλεντοκοπ|ώ <-άς, -ησα> [ɣlɛndɔkɔˈpɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский