Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για αξιόλογος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αξιόλογ|ος <-η, -ο> [aksiˈɔlɔɣɔs] ΕΠΊΘ

1. αξιόλογος (ασυνήθιστος, που δίνει λόγο θαυμασμού):

αξιόλογος

2. αξιόλογος (σημαντικός: συνεισφορά, ποιητής):

αξιόλογος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский