Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για μεθυσμένος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεθυσμέν|ος <-η, -ο> [mɛθizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. μεθυσμένος (από ποτό):

μεθυσμένος

2. μεθυσμένος μτφ:

μεθυσμένος
μεθυσμένος από την επιτυχία

Παραδειγματικές φράσεις με μεθυσμένος

μεθυσμένος από την επιτυχία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский