στο λεξικό PONS
ξεπερ|νώ <-νάς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> [ksɛpɛrˈnɔ] VERB μεταβ
1. ξεπερνώ (υπερνικώ: δυσκολίες, δειλία):
- ξεπερνώ
-
2. ξεπερνώ (αντέχω: κρίσιμη περίοδο):
- ξεπερνώ
-
3. ξεπερνώ (σε απόδοση, σε ιδιότητα):
4. ξεπερνώ (όριο: θερμοκρασία):
- ξεπερνώ
-
5. ξεπερνώ (υπερβαίνω):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.