Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αναπάντητος , αναπάντεχος , αναπαυτικός , ανάστατος και ανάπαιστος

αναπάντητ|ος <-η, -ο> [anaˈpanditɔs] ΕΠΊΘ

αναπάντεχ|ος <-η, -ο> [anaˈpandɛxɔs] ΕΠΊΘ

ανάπαιστος [aˈnapɛstɔs] SUBST αρσ ΛΟΓΟΤ

ανάστατ|ος <-η, -ο> [aˈnastatɔs] ΕΠΊΘ

1. ανάστατος (πολύ ακατάστατος):

2. ανάστατος (άτομο: ταραγμένος):

3. ανάστατος (πλήθος: ταραγμένο):

αναπαυτικ|ός <-ή, -ό> [anapaftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αναπαυτικός (κάθισμα):

2. αναπαυτικός (δωμάτιο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский