Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για μητρικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μητρικ|ός <-ή, -ό> [mitriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. μητρικός (σχετικός με τη μητέρα):

μητρικός
mütterlich, Mutter-
Muttermilch θηλ

2. μητρικός (σχετικός με τη μήτρα):

μητρικός
Gebärmutter-

3. μητρικός Η/Υ:

Hauptplatine θηλ
Mainboard ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με μητρικός

μητρικός κρύσταλλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский