Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για βιαστικός στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βιαστικ|ός <-ή, -ό> [vjastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. βιαστικός:

βιαστικός
είμαι βιαστικός

2. βιαστικός (απερίσκεπτος):

βιαστικός

Παραδειγματικές φράσεις με βιαστικός

είμαι βιαστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский