Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για στεγάζω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στεγά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [stɛˈɣazɔ] VERB μεταβ

1. στεγάζω (κτήριο):

στεγάζω

2. στεγάζω (προσφέρω στέγη):

στεγάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский