στο λεξικό PONS
κρίσ|η <-εις> [ˈkrisi] SUBST θηλ
1. κρίση (απόφαση):
2. κρίση (γνώμη):
- κρίση
- Meinung θηλ
3. κρίση (διατύπωση γνώμης):
4. κρίση (ικανότητα σωστής κρίσης):
- κρίση
- Urteilsvermögen ουδ
5. κρίση (περίοδος ανωμαλίας) ΨΥΧ:
- κρίση
- Krise θηλ
- περνάει κρίση
-
- διαρκής κρίση
- Dauerkrise θηλ
- διαρκής κρίση
-
- ενεργειακή κρίση
- Energiekrise θηλ
- νομισματική κρίση
- Währungskrise θηλ
- οικονομική κρίση
- Wirtschaftskrise θηλ
- διαρκής οικονομική κρίση
-
- Μεγάλη Οικονομική Κρίση (στα χρόνια του 1930)
-
- κρίση ταυτότητας
- Identitätskrise θηλ
- χρηματιστηριακή κρίση
- Börsenkrise θηλ
6. κρίση ΙΑΤΡ:
- κρίση
- Anfall αρσ
- κρίση άσθματος
- Asthmaanfall αρσ
- επιληπτική κρίση
-
- καρδιακή κρίση
- Herzanfall αρσ
- κρίση πανικού
- Panikattacke θηλ
- κρίση σπασμών
- Krampfanfall αρσ
- υστερική κρίση
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- κρίση θηλ ταυτότητας
- Identitätskrise θηλ
- κρίση θηλ πανικού ΨΥΧ
- Panikattacke θηλ
- κρίση θηλ επιληψίας
- επιληπτική κρίση
- ενεργειακή κρίση
- Energiekrise θηλ