Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αναισχυντία , αναίσχυντος , ανεπαίσχυντος και αναισθησία

αναισχυντία [anɛsçinˈdia] SUBST θηλ

αναίσχυντ|ος <-η, -ο> [aˈnɛsçindɔs] ΕΠΊΘ

ανεπαίσχυντ|ος <-η, -ο> [anɛˈpɛsçindɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεπαίσχυντος (που δεν έχει λόγο να ντρέπεται):

2. ανεπαίσχυντος (που δε δίνει λόγο για ντροπή):

αναισθησία [anɛsθiˈsia] SUBST θηλ

1. αναισθησία (έλλειψη αίσθησης, αδιαφορία):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский