στο λεξικό PONS
εγγυητής (εγγυήτρια) [ɛɲɟiiˈtis, ɛɲɟiˈitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
- εγγυητής (εγγυήτρια)
-
- εγγυητής (εγγυήτρια)
-
- εγγυητής αρσ ύστερα από αδυναμία του πρωτοφειλέτη ΟΙΚΟΝ
- Schadlosbürge αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- εγγυητής αρσ ύστερα από αδυναμία του πρωτοφειλέτη ΟΙΚΟΝ
- Schadlosbürge αρσ