Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για νύφη στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νύφη [ˈnifi] SUBST θηλ

1. νύφη (σε γάμο):

νύφη
Braut θηλ

2. νύφη (σύζυγος του αδερφού):

νύφη
Schwägerin θηλ

3. νύφη (σύζυγος του γιου):

νύφη

Παραδειγματικές φράσεις με νύφη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский