Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκδότης , εκθέτης , έκδοτος και εκδίωξη

εκδότης (εκδότρια) [ɛkˈðɔtis, ɛkˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. εκδότης (εκδοτικός οίκος):

Verleger αρσ

2. εκδότης (επιμελητής έκδοσης):

Herausgeber(in) αρσ (θηλ)

3. εκδότης (διαβατηρίου, επιταγής, απόδειξης):

Aussteller(in) αρσ (θηλ)

εκθέτης (εκθέτρια) [ɛkˈθɛtis, ɛkˈθɛtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. εκθέτης (που μετέχει σε έκθεση):

Aussteller(in) αρσ (θηλ)

2. εκθέτης ΜΑΘ:

Exponent αρσ

εκδίωξ|η <-εις> [ɛkˈðiɔksi] SUBST θηλ

έκδοτ|ος <-η, -ο> [ˈɛkðɔtɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Italiano | Русский